Alzheimer

Η μεγαλύτερη πλειοψηφία των ατόμων με Νόσο Alzheimer (ΝΑ) εμφανίζουν την σποραδική μορφή της νόσου, η οποία χαρακτηρίζεται από καθυστερημένη έναρξη και ένα μικρό ποσοστό ατόμων με ΝΑ παρουσιάζουν πρώιμης έναρξης μορφή ΝΑ (Atwood, & Bowen, 2015). Αυτή η τελευταία, σπάνια κληρονομική ή οικογενής μορφή της νόσου αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 5% του συνόλου των ατόμων με ΝΑ, εκδηλώνεται σε νεαρή ηλικία (πχ ηλικία 50, 40 ή και 30 ετών) και κληρονομείται από γενιά σε γενιά με αυτοσωμικό επικρατή τρόπο (Alzheimer’s Association, 2020). Ένα άτομο του οποίου η βιολογική μητέρα ή ο πατέρας φέρει γενετικές μεταλλάξεις για την πρώιμης έναρξης ΝΑ, έχει 50% πιθανότητα να κληρονομήσει την παθογόνο μετάλλαξη/μεταλλάξεις. H πρώιμης έναρξης ΝΑ προκαλείται από έναν αριθμό διαφορετικών μεταλλάξεων σε τρία γονίδια που βρίσκονται στα χρωμοσώματα 21, 14, και 1. Τα γονίδια αυτά εμπλέκονται με την παραγωγή β αμυλοειδούς (Αβ), την πρόδρομη πρωτεΐνη αμυλοειδούς (APP) (10% -15% των περιπτώσεων), την πρεσενιλίνη 1 (PSEN 1) (30% -70% των περιπτώσεων) και πρεσενιλίνη 2 (PSEN 2) (<5% των περιπτώσεων) (Aschenbrenner, et al,2020).
Η καθυστερημένη μορφή έναρξης ΝΑ είναι πιο περίπλοκη γενετικά. Η σποραδική μορφή της νόσου αφορά στο 98-99% των περιπτώσεων και εμφανίζεται σε ηλικίες άνω των 65 ετών. Σε αυτήν την περίπτωση, πολυμορφισμοί σε αρκετά γονίδια προδιαθέτουν για την εμφάνιση της νόσου (Van der Lee, et al, 2018). Συνολικά ο κίνδυνος νόσησης του πρώτου βαθμού συγγενών των ατόμων με ΝΑ είναι 3-4 φορές μεγαλύτερος από τα άτομα χωρίς οικογενειακό ιστορικό. Το κυριότερο από τα προδιαθεσικά γονίδια είναι αυτό της απολιποπρωτεΐνης Ε (APOE) που βρίσκεται στο χρωμόσωμα 19 και έχει τρία αλληλόμορφα (ε2, ε3, ε4). Η συχνότητα των τριών αλληλόμορφων στον γενικό πληθυσμό είναι περίπου 10% για το ε2 που θεωρείται πως έχει προστατευτική δράση, 70% για το ε3 που έχει ουδέτερο ρόλο και 20% για το ε4 που αποτελεί παράγοντα κινδύνου (Bu, G., 2009). Πιο συγκεκριμένα τα αλληλόμορφα ε2 και ε3 έχουν συσχετιστεί με τη νευρωνική συντήρηση και επανόρθωση, ενώ το APOE ε4 σχετίζεται με την αύξηση του κινδύνου εμφάνισης της ΝΑ, και μάλιστα οι πιθανότητες ανάπτυξης της ΝΑ αυξάνουν με κάθε αντίγραφο της μεταλλαγής αλληλόμορφου ε4. Συγκεκριμένα οι ομοζυγώτες για το ε4 (ε4ε4) παρουσίασαν 15 φορές υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης της ΝΑ, ενώ οι ετεροζυγώτες ε4 (ε4ε3/ ε4ε2) 2-4 φορές συγκρινόμενοι με ομοζυγώτες για το ε3 (ε3ε3) που θεωρητικά έχει ουδέτερο ρόλο (Risacher, et al, 2013). Επιπρόσθετα δεδομένα υπογραμμίζουν ότι μεταξύ 18% και 35% των ατόμων με ευρωπαϊκή καταγωγή που φέρουν ένα αντίγραφο της μεταλλαγής ε4 APOE θα αναπτύξει τη ΝΑ από την ηλικία των 85 και μετά. Ο αριθμός αυτός ανέρχεται στο 51-68% για τα άτομα ευρωπαϊκής καταγωγής που διαθέτουν δύο αντίγραφα της μεταλλαγής ε4 (Niu, et al, 2017).
Η γενετική της μετοπωκροταφικής άνοιας παρουσιάζει μεγάλη ετερογένεια. Εκτενείς μελέτες κατέδειξαν την ύπαρξη οικογενειακού ιστορικού τουλάχιστον ενός ακόμα προσβεβλημένου συγγενούς (πρώτου ή δευτέρου βαθμού) σε ποσοστό 30% των περιπτώσεων (Greaves & Rohrer, 2019). Παρόλα τα άλματα της γενετικής τα τελευταία χρόνια έχουν ταυτοποιήσει παθογόνες μεταλλάξεις, που ανευρίσκονται μόλις στο 10%-20% όλων των περιπτώσεων, κάτι που σημαίνει ότι υπάρχουν, πιθανώς, κάποια γονίδια άγνωστα ακόμα. Από αυτές τις οικογενείς μορφές, η εμφάνιση 3 γονιδίων επικρατεί στο 50% των περιπτώσεων – το C9orf72, το MAPT ή ΤΑU γονίδιο και το γονίδιο της προγκρανουλίνης (PGRN) (Clement, et al, 2014).
Η νόσος CADASIL (Cerebral Autosomal Dominant Artheriopathy with Subcortical Infarcts and Leukoencephalopathy – Εγκεφαλική αρτηριοπάθεια αυτοσωμικού επικρατούντος χαρακτήρα με υποφλοιώδη έμφρακτα και λευκοεγκεφαλοπάθεια), είναι μια σπάνια κληρονομούμενη μορφή αγγειακής άνοιας. Προκαλείται από μεταλλάξεις στο γονίδιο NOTCH3 του χρωμοσώματος 19 (Manso-Calderón, 2019). Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, πάνω από 28 τύποι μεταλλάξεων έχουν καταγραφεί, κυρίως στις Δυτικές χώρες. Ο επιπολασμός του CADASIL είναι προς το παρόν άγνωστος. Οι κλινικές επιπλοκές εμφανίζονται για πρώτη φορά μεταξύ 30 και 50 ετών (Maclin, et al, 2019).
Τέλος, οι περισσότερες περιπτώσεις άνοιας με σωμάτια Lewy εμφανίζονται σποραδικά (χωρίς θετικό οικογενειακό ιστορικό). Αν και οι οικογενείς μορφές της άνοιας με σωμάτια Lewy είναι πολύ σπάνιες, έχουν αναγνωριστεί κάποιες γενετικές μεταλλάξεις για αυτήν την νόσο με πιο συχνά εμφανιζόμενες στα γονίδια της α-συνουκλεΐνης (SNCA) και της γλυκοσερεβροσιδάσης (GBA). Η πρώτη παθογόνος μετάλλαξη στο SNCA βρέθηκε σε οικογένειες με νόσο Parkinson πρώιμης έναρξης. Αμέσως μετά, διαπιστώθηκε ότι η α-συνουκλεΐνη αποτελεί συστατικό των σωματίων Lewy. Μεταγενέστερες μελέτες έδειξαν ότι ο τριπλασιασμός του γονιδίου αυτού σε κάποιες οικογένειες (εξαιρετικά σπάνιο), οδηγεί σε εμφάνιση άνοιας με σωμάτια Lewy. Αυτό το εύρημα ενίσχυσε ακόμα περισσότερο τη συγγένεια της νόσου Parkinson με την άνοια με σωμάτια Lewy, καθώς έδειξε ότι διαφορετικές μεταλλάξεις στο ίδιο γονίδιο μπορούν να προκαλέσουν τη μία ή την άλλη πάθηση (Orme, et al, 2018).